Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ο έρωτας

  • 1 έρωτας

    [эротас] ουσ а. любовь, возлюбленносгь.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έρωτας

  • 2 любовь

    любовь ж η αγάπη, ο έρωτας* материнская \любовь η στοργή· \любовь κ родине η αγάπη για την πατρίδα
    * * *
    ж
    η αγάπη, ο έρωτας

    матери́нская любо́вь — η στοργή

    любо́вь к ро́дине — η αγάπη για την πατρίδα

    Русско-греческий словарь > любовь

  • 3 влюбленность

    влюб||ленность
    ж ἡ ἀγάπη, ἡ στοργή, ὁ Ερωτας.

    Русско-новогреческий словарь > влюбленность

  • 4 любовь

    любовь
    ж ἡ ἀγάπη, ἡ στοργή / ὁ ἐρωτας, ὁ ἔρως (тк. чувственная).

    Русско-новогреческий словарь > любовь

  • 5 платонический

    платоническ||ий
    прил πλατωνικός:
    \платоническийая любовь ὁ πλατωνικός Ερωτας.

    Русско-новогреческий словарь > платонический

  • 6 страстный

    стра́стн||ый
    прил
    1. (о человеке) θερμός/ μανιώδης (сильно увлекающийся чем-л.):
    \страстныйый музыкант (театра́л) ὁ μανιώδης μουσικός (θεατρόφιλος)
    2. (о желании и т. п.) φλογερός, σφοδρός:
    \страстныйая любовь ὁ φλογερός Ερωτας, ἡ σφοδρή ἀγάπη.

    Русско-новогреческий словарь > страстный

  • 7 влюблённость

    θ.
    ερωτική αγάπη, έρωτας.

    Большой русско-греческий словарь > влюблённость

  • 8 горячий

    επ., βρ: -ряч, -а, -о.
    1. θερμός, ζεστός. || καυτός, καυτερός, ζεματιστός. || μτφ. διακαής, ένθερμος, διάπυρος•

    -ее желание διακαής πόθος.

    2. μτφ. θερμός•

    горячий привет θερμός χαιρετισμός•

    горячий защитник θερμός υποστηριχτής.

    || ζωηρός•

    горячий спор ζωηρή συζήτηση.

    || μεγάλος•

    горячий поклонник μεγάλος θαυμαστής, λάτρης.

    || οξύθυμος, θυμικός•

    -ая голова θερμόαιμος, θερμοκέφαλος.

    || σφοδρός•

    -ая любовь σφοδρός έρωτας.

    3. ευέξαπτος, ευερέθιστος, ευδιέγερτος, αράθυμος, τσινιάρης. || ορμητικός, ακράτητος, ατίθασος (για άλογα).
    4. εντατικός (γιά καιρό, εποχή)•

    -ая пора καιρός εντατικής δουλείας (θέρος-τρύγος• πόλεμος)•

    -ие дни μέρες φούριας.

    5. καυτός•

    -ая обработка металла καυτό δούλεμα μετάλλου.

    6. ουσ. ουδ. -ее το ζεστό φαγητό.
    εκφρ.
    - ая кровь у кого – ο θερμόαιμος•
    - ие напиткиπαλ. οινοπνευματώδη ποτά•
    по -им следам – α) στα νωπά ίχνη. β) αμέσως μετά (από ένα γεγονός)•
    под -ую руку (попасть) – πέφτω επάνω σε εξοργισμένο.

    Большой русско-греческий словарь > горячий

  • 9 любовь

    -бви, οργ. -вью θ.
    1. ιστοργή, αγάπη•

    материнская любовь μητρική στοργή•

    любовь к родине αγάπη προς την πατρίδα.

    2. έρωτας•

    жениться по -ви παντρεύομαι με έρωτα•

    первая любовь η πρώτη αγάπη.

    || αρέσκεια• πόθος•

    любовь к искусству αγάπη προς την Τέχνη•

    любовь к приключениям πόθος για περιπέτειες.

    Большой русско-греческий словарь > любовь

  • 10 любознательность

    θ.
    φιλομάθεια, φιλομουσία, έρωτας για μάθηση.

    Большой русско-греческий словарь > любознательность

  • 11 платонический

    επ.
    πλατωνικός, του πλατών ισμού. || ιδανικός•

    -ая любовь πλατωνικός έρωτας.

    || ακαδημαϊκός, ρομαντικός, ουτοπικός χιμαιρικός• απραγματοποίητος, απροσγείωτος• ονειροπόλος, αιθεροβάμων.

    Большой русско-греческий словарь > платонический

  • 12 увлечение

    ουδ.
    1. έλξη, τράβηγμα, σύρσιμο.
    2. ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, γκάρδιωμα.
    3. αφοσίωση, απορρόφηση, επίδοση, προσήλωση.
    4. ερωτοληψία, ερωτιά, έρωτας• ερωτοδουλιά.

    Большой русско-греческий словарь > увлечение

  • 13 чувство

    ουδ.
    1. η αίσθηση•

    органы чувст τα όργανα των αισθήσεων•

    чувство обоняния η αίσθηση της όσφρησης•

    чувство зрения η αίσθηση της όρασης•

    чувство слуха η αίσθηση της ακοής•

    чувство осязания η αίσθηση της αφής•

    чувство вкуса η αίσθηση της γεύσης.

    2. πλθ. чувства, чувств οι αισθήσεις•

    упасть без чувств πέφτω αναίσθητος•

    лишиться чувств στερούμαι των αισθήσεων•

    привести в чувство συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις•

    прийти в чувство συνέρχομαι, σ.ναητώ τις αισθήσεις.

    3. το αίσθημα•

    чувство боли το αίσθημα του πόνου•

    чувство любви το αίσβτ\μα της αγάπης•

    чувство гордости το αίαβτιΐια της υπερηφάνειας•

    достоинства το αίσθημα της αξιοπρέπειας•

    долга το αίσθημα του καθήκοντος•

    чувство ответственности το αίσθημα της ευθύνης•

    чувство жалости το αίσθημα του οίκτου.

    || αγάπη, έρωτας.
    4. συναίσθημα.

    Большой русско-греческий словарь > чувство

  • 14 эрос

    α.
    (γραπ. λόγος) έρως, έρωτας, αγάπη• πάθος.

    Большой русско-греческий словарь > эрос

См. также в других словарях:

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • έρωτας — ο 1. έντονη συμπάθεια, αγάπη, λατρεία, αφοσίωση προς άλλο άτομο: Τον κτύπησε κατακούτελα ο έρωτας (είναι πολύ ερωτευμένος). 2. μτφ., σφοδρή αγάπη ή επιθυμία, υπερβολική προσήλωση σε κάτι: Έχει έρωτα με την επιστήμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐρωτᾶς — ἐρωτᾶ̱ς , ἐρωτάω ask pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωτᾷς — ἐρωτάω ask pres subj act 2nd sg ἐρωτάω ask pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔρωτας — ἔρως love masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρωτας — ἔρως love masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωτᾶις — ἐρωτᾷς , ἐρωτάω ask pres subj act 2nd sg ἐρωτᾷς , ἐρωτάω ask pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδεραστία — Έρωτας ενηλίκου ανδρός προς ανήλικο άτομο. Η π. είναι γνωστή από την αρχαιότητα με την έννοια όμως του έρωτα ενός άνδρα για ανήλικο αγόρι. Οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, οι Τυρρηνοί, οι Κέλτες, οι Ιάπωνες και οι Κινέζοι καλλιέργησαν ιδιαίτερα την π.,… …   Dictionary of Greek

  • Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae …   Wikipedia

  • Δάντης — (Φλωρεντία 1265 – Ραβένα 1321). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ποιητή Ντάντε Αλιγκέρι (Dante Alighieri). Ο Δ. υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»